-
1 συνέχεια
συνέχεια, ἡ,A continuity,τῆς κινήσεως Arist.Metaph. 1050b26
; [ τῶν νεύρων] Id.HA 515b6; [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA 654b15
, cf. HA 559a7;σ. ἔχειν πρός τι Id.PA 652b3
;ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4
; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.b coherence,πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145
;νόσος.. τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2
;ὀδύνη γίνεται.. τῆς σ. λυομένης Id.15.515
.c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.2 mere sequence of words, Pl.Sph. 261e, 262c; connexion in a sentence,τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2
, cf. Comp.23;γραμμάτων Demetr.Eloc.68
; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf.συνάπτω A. 111.3
), Stoic.2.71, cf. 85;σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32
; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι ς. Plu. 2.792d;πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10
.4 sequence, chain of cause and effect,ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3
;τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4
.5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ.. ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς ς. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου ς. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.;σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5
.6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action,τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.
; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέχεια
-
2 σύνθεσις
A putting together, composition, combination, Pl.Phd. 93a, R. 611b; , cf. IG42(1).103.56 (Epid., iv B.C.), 7.3073.92 (Lebad., ii B.C.);τῶν σπονδύλων Sor.1.102
; storage, τῶν μήλων (quinces in a ῥίσκος) Phylarch.10 J.; but ἐλαιῶν ς. a preserve of olives, Gp.9.28.2.b in concrete sense, junction, ; συνθέσεις ([etym.] λέγω τὰς γωνίας) Id.Pr. 910b14.2 in various technical senses:a in Grammar, composition, γραμμάτων τε συνθέσεις, i.e. syllables and words, A.Pr. 460, cf. Arist.Metaph. 1092a26; σ. ἔκ τε ῥημάτων γιγνομένη καὶ ὀνομάτων, i.e. sentences, Pl.Sph. 263d, cf. Cra. 431c, Arist. Po. 1458a28, Gal.15.487; περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, title of work by D.H.; also, the juxtaposition of letters in a word, Arist.Rh.Al. 1434b34; of an author's composition, Isoc.10.11; so ἡ τῶν μέτρων ς. metrical composition, Arist.Po. 1449b35; ἡ τῶν ἐπῶν ς. D.S.5.74; ἡ τοῦ παίωνος ξ. the way the paeon is made up, Plu.2.1143d; the constitution of things, Hp.Virg.1.b Math., synthesis of a problem (opp. ἀνάλυσις), Archim.Sph.Cyl.2.7, explained in Papp.634; ἡ κατὰ σ. ἀγωγή synthetic procedure, Id.412.2.c Math., σ. λόγου transformation of a ratio known as componendo, Euc.5 Def.14; κατὰ -σιν, = componendo, Archim.Aequil.2.9.d Math., addition, Ph.1.11, Plu.2.1018c, Dioph.1 Intr.; καθ' ἁντινοῦν -σιν however many times added, i.e. whatever number of times taken (multiplied), Archim.Spir.1:—also as Pythag. name for 2, Anatol. ap. Theol.Ar.8.e in Logic, union of noun and verb or of two objects of thought in a statement, Arist. Int. 16a12, de An. 430a27; also ὁ παρὰ τὴν σ. [λόγος] the fallacy of composition, opp. διαίρεσις, Id.SE 177a33.f in Physics, composition of substances, parts of organisms, from their elementary constituents, Id.PA 646a12, Top. 151a23; opp μίξις (combination), Id.GC 328a6.g in Medicine, compounding of essences and drugs,τῶν μύρων Thphr. Od.14
, al., cf. D.S.4.45, Aglaïas 8.II combination of parts so as to form a whole, γενέσεις καὶ ς. Pl.R. 533b; ἡ τῶν στρωμάτων ς. Id.Plt. 280b, cf. Arist.PA 645a35, Metaph. 1014b37; in plants, Thphr.HP 5.5.2.b in concrete sense, a social or political combination, Arist. Pol. 1276b7; a military formation, Ael.Tact.18.5.III agreement, treaty, Pi.P.4.168, Fr. 205; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc., iv B.C.); ἐκ συνθέσεως by arrangement, D.S.13.112, etc.;συνθέσεις περὶ γάμων Plu. Sull.35
.2 σ. λόγων making up accounts, Stud.Pal.4.70.391 (i A.D.); so ς. alone,εἰς σύνθεσιν τῷ βασιλεῖ PTeb.714.6
(ii B.C.).IV set, service (most freq. in Lat. synthesis):1 collection of clothes, wardrobe, Dig.34.2.38.1; also, dress, gown, costume, suit, σ. τελείας λευκὰς δεκατρεῖς, γυναικείας ς. PHamb.10.13,21 (ii A.D.), cf. POxy. 1153.23 (i A.D.), 496.4 (ii A.D.), PSI10.1117.11,13 (ii A.D.), Mart.2.46.4, 5.79.2; synthesinam indutus, Suet.Ner.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθεσις
-
3 ἐξαρμόζω
A to be displaced, wrenched out, τὰ πλευρὰ ἐξήρμοστοτῶν σπονδύλων Philostr.Her.1.3
;ἐξηρμοσμέναι πέτραι Id.Im. 2.17
; ἐξήρμοσται τὰς κνήμας ib.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρμόζω
См. также в других словарях:
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
μεσοσπονδύλιος — α, ο, θηλ. και ος ανατ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών σπονδύλων ή αφορά στον μεταξύ τών σπονδύλων χώρο (α. «μεσοσπονδύλια τρήματα» β. «μεσοσπονδύλιες αρθρώσεις» γ. «μεσοσπονδύλιοι δίσκοι») … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
συνάρθρωση — η / συνάρθρωσις, ώσεως, ΝΑ [συναρθρῶ / ώνω] νεοελλ. 1. η αρμονική σύνδεση τών επιμέρους τμημάτων ενός αντικειμένου σε ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση, συναρμογή 2. ανατ. γενική ονομασία τών αρθρώσεων μέσα στις οποίες δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek